Η προσπάθεια ανάλυσης του ψυχαναλυτικού όρου φαλλός δεν θα γίνει επί τη βάσει μιας ανθρωπολογικής, κοινωνιολογικής, ψυχολογικής, ούτε καν ψυχαναλυτικής προσέγγισης, αλλά επί τη βάσει μίας αμιγώς φιλοσοφικής. Λέγοντας ότι η ανάλυση θα είναι αμιγώς φιλοσοφική, εννοώ φυσικά ότι θα θέσω κάποια θεμελιώδη ερωτήματα, χωρίς τα οποία ο στοχασμός δε μπορεί να προχωρήσει. Τα ερωτήματα αυτά είναι οντο-λογικής και σημασιολογικής φύσεως. Ο φιλοσοφικός στοχασμός ξεκινά όταν ερωτάται για όλα εκείνα που θεωρούνται κοινώς δεδομένα, αρχής γενόμενης από το ίδιο το Είναι – «γιατί το Είναι και όχι το Μηδέν;», «γιατί κάτι και όχι τίποτα;». Όπως λέει και ο Εμίλ Τσοράν «πρώτα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι είμαστε και, δευτερευόντως το γεγονός ότι είμαστε άνθρωποι». Αυτός ο φιλοσοφικός στοχασμός επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης πραγματικότητας – ηθική, αισθητική, γνωσιολογία, ύπαρξη. «Γιατί εκείνο να θεωρείται καλό και όχι το άλλο;», «γιατί εκείνο να θεωρείται ωραίο και όχι το άλλο;», «Γιατί εκείνο να είναι το αληθές και όχι το άλλο;», «Γιατί πρέπει να υπάρχει ή να μην υπάρχει λόγος για την ύπαρξη του κόσμου;». Αφού φτάσει σε αυτό το σημείο ο στοχασμός, αναπόφευκτα οδηγείται σε ένα δεύτερο ερώτημα το οποίο πρέπει αρχικά αυτό να απαντηθεί, ούτως ώστε να μπορέσει να απαντηθεί, αν είναι δυνατό, το πρώτο. Το ερώτημα αυτό είναι το περί του «τι είναι κάτι?». «Τι είναι το Είναι;», «τι είναι το καλό;», «τι είναι το ωραίο;», «τι είναι το αληθές;», «τι είναι θεός;».
Για να είναι εποικοδομητικός ένας στοχασμός ή ένας διάλογος, πρέπει πρώτα και κύρια να ορίσει εκείνο το οποίο εξετάζει. Αφού οριστεί ο όρος, τότε επιστρέφει στο οντο-λογικό ερώτημα, με σκοπό να αποδείξει με τεκμήρια ή/και λογικά επιχειρήματα την αναγκαία ή ενδεχόμενη ορθότητα του ισχυρισμού του. Τα μόνα πράγματα που είναι βέβαια είναι όσα ριζώνουν μέσα στην αναγκαιότητα. Οντο-λογικά αναγκαίο είναι το μη αναγώγιμο σε κάτι άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι ενδεχόμενα ή/ και δυνατά.
Έχοντας κατά νου αυτά τα δύο ερωτήματα, το οντο-λογικό «γιατί» και το σημασιολογικό «τι», θα καταπιαστούμε με τον ψυχαναλυτικό όρο φαλλός, με σκοπό να εξετάσουμε την μέχρι στιγμής υποτιθέμενη πρωτοκαθεδρία του φαλλού, ως προς την οργάνωση των έμφυλων ταυτοτήτων και την ρύθμιση των διάφυλων σχέσων.
Σύμφωνα με την λακανική θεωρία, ο φαλλός, δεν είναι ένα μερικό αντικείμενο μεταξύ άλλων (στήθος, κλειτοριδα)[i] , αλλά είναι εκείνο το προνομιούχο σημαίνον έναντι του οποίου τα ανθρώπινα όντα οργανώνουν την έμφυλή τους ταυτότητα και κατ’ επέκταση ρυθμίζουν τις αναμεταξύ τους (διάφυλες) σχέσεις. Για να μπορέσει να κατανοηθεί αυτός ο ορισμός θα παραθέσω ένα παράδειγμα από το πεδίο των οικονομικών – όπως γνωρίζουμε, το δολάριο είναι εκείνο το νόμισμα ως προς το οποίο τα υπόλοιπα νομίσματα αντλούν την ανταλλακτική τους αξία και κατ’ επέκταση ρυθμίζουν τις αναμεταξύ τους συναλλακτικές σχέσεις. Τι είναι εκείνο που καθιστά το δολάριο ρυθμιστή της αξίας και των αλληλοσχέσεων των άλλων νομισμάτων; Το γεγονός ότι το δολάριο είναι το νόμισμα της οικονομικά ισχυρότερης χώρας, της οποίας η ισχύ και υπερίσχυση έναντι των άλλων βασίζεται πάνω στον φυσικό και παραγωγικό της πλούτο. Άρα, το βασικό χαρακτηριστικό του ρυθμιστή των αξιών και σχέσεων είναι η ισχύς. Το νόμισμα, είναι εκείνο το σύμβολο το οποίο συμπυκνώνει μέσα του όλα εκείνα τα αγαθά τα οποία δύναται να αγοράσει, ενώ ταυτοχρόνως εκπροσωπεί, συμβολίζει, την οικονομική ισχύ μιας χώρας.
Ισχύει το ίδιο και για τον φαλλό; Ας θυμηθούμε πρώτα τι είναι ο φαλλός – ένα πέος σε στύση. Αυτό είναι που σημαίνει πρώτα και κύρια ο όρος φαλλός. Ως σύμβολο, ο φαλλός κατέληξε να εκπροσωπεί χαρακτηριστικά όπως την ζωτικότητα, γονιμότητα, ορμητικότητα, ικανότητα, ρωμαλεότητα κλπ. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι το γεγονός ότι ο φαλλός έφτασε να συμβολίζει την υπερίσχυση του ανδρικού φύλου έναντι του γυναικείου μέσα στην κοινωνία. Η υπερίσχυση αυτή, είχε φυσικά ως έρεισμά της την φυσική ισχύ του ανδρός και ως επιστέγασμα της την ηθική και νομική επικύρωσή της. Η γυναίκα ήταν το ασθενέστερο φύλο διά της εμπειρίας και, το λιγότερο προνομιούχο διά του νόμου και διά της ηθικής. Κυρίως ο νόμος παίζει σημαντικό ρόλο, διότι είναι εκείνος που θα εδραιώσει ή θα μετριάσει την φυσική ή άλλη υπερίσχυση του ενός έναντι του άλλου. Άρα ο άνδρας ήταν εκείνος ο οποίος υπερίσχυσε έναντι της γυναίκας διά της φυσικής του ισχύς, την οποία νομιμοποίησε μέσα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι ο φαλλός έγινε το σύμβολο της πατριαρχίας και ο ρυθμιστής των έμφυλων ταυτοτήτων και των διάφυλων σχέσεων. Το τι θέση θα πάρει ακριβώς το έμφυλο ον εν σχέσει με τον φαλλό ως σημαίνουσα αρχή (δηλαδη πως θα βιώνει τον εαυτό του ως άνδρας ή γυναίκα) εξαρτάται και από άλλες παραμέτρους, αλλά η αξία του ως προς το αντίθετο φύλο μέσα στην κοινωνία της φαλλικής αρχής θα καθοριστεί αποκλειστικά από το βιολογικό του φύλο.
Σημαίνει όμως αυτό, ότι ο φαλλός κατέκτησε αυτή τη σημαίνουσα θέση αναγκαία; Υπάρχει δηλαδή κάποιο τεκμήριο ή λογικό επιχείρημα, το οποίο να μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι μόνο ο φαλλός θα μπορούσε να παίξει ένα τέτοιο ρόλο; Σύμφωνα με τον Λακάν «Μπορεί κανείς να πει ότι το εν λόγω σημαίνον επιλέχτηκε ως το πιο εξέχον από ό,τι μπορούμε να αδράξουμε στο πραγματικό της σεξουαλικής σύνδεσης, και επίσης ως το πιο συμβολικό κατά την κυριολεκτική (τυπογραφική) έννοια αυτού του όρου, δεδομένου ότι ισούται με τη σύνδεση (στη Λογική)[ii] . Επίσης, μπορεί κανείς να πει ότι δια του γεγονότος ότι διογκώνεται, αποτελεί την απεικόνιση της ζωτικής ροής που μεταδίδεται μεταξύ των γενεών».[iii] Ο ισχυρισμός αυτός είναι καθόλα αυθαίρετος και επιλεκτικός. Ήδη, η ίδια η προτίμηση που επιδεικνύεται στα εν λόγω χαρακτηριστικά του φαλλού, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πατριαρχικού πλαισίου, εντός του οποίου τα χαρακτηριστικά αυτά εκλαμβάνονται ως τέτοια. Ο φαλλός κατέκτησε αυτή τη θέση λόγω καθαρά ιστορικών συγκυριών.
Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται, είναι ότι ο φαλλός θα κατείχε πάντα αυτή την σημαίνουσα θέση, ακόμη κι αν η κοινωνία ήταν οργανωμένη με διαφορετικό τρόπο, επί παραδείγματι μητριαρχικό τω τρόπω. Το επιχείρημα αυτό είναι το ίδιο με το να λέμε ότι ακόμη κι αν οι χριστιανοί ήταν μουσουλμάνοι πάλι θα είχαν τον σταυρό ως σύμβολο της θρησκείας τους. Θα μπορούσε φυσικά να είναι και έτσι, διότι το σχήμα του σταυρού δεν αποτελούσε ανέκαθεν το σύμβολο του χριστιανισμού, παρά μόνο μετά από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες που τον κατέστησαν αυτό που πλέον είναι. Όμως τώρα πια έχει εδραιωθεί μέσα στο φαντασιακό των κοινωνιών ως το κατεξοχήν χριστιανικό σύμβολο, το οποίο μόνο με δραματικές ανατροπές θα μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι άλλο. Υπάρχουν πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα που αναδεικνύουν το αβάσιμο τούτου του ισχυρισμού. Λένε επί παραδείγματι συχνά οι χριστιανοί – «ασχέτως της θρησκείας στην οποία ανήκει κάποιος, αν έχει μέσα του την αγάπη, τότε είναι χριστιανός». Όπως επίσης λένε οι μουσουλμάνοι – «αν κάποιος είναι πιστός, είναι εξ ορισμού μουσουλμάνος, διότι μουσουλμάνος σημαίνει πιστός, κι αφού είναι μουσουλμάνος, σημαίνει ότι είναι μωαμεθανός». Το σφάλμα που συμβαίνει σε όλα αυτά τα παραδείγματα, είναι ότι αντί να ανάγουν το ειδικό στο γενικό, κάνουν το αντίθετο, δηλαδή ανάγουν το γενικό στο ειδικό. Αυτό, δεν είναι παρά μια διαστροφική αντιστροφή της πραγματικότητας. Δηλαδή, η μετατροπή του συμβόλου σε φετίχ. Όταν το σύμβολο παύει να παραπέμπει σε κάτι άλλο και, να συμπυκνώνει μέσα του άλλα πράγματα, τότε μετατρέπεται σε ένα κούφιο σημείο, σε ένα φετίχ, αποκτά δηλαδή αυτοσκοπό. Το σύμβολο αναπαριστά μια πραγματικότητα ή ένα φαινόμενο, από εκεί αντλεί την σημασία του. Αν εκλείψει αυτή η πραγματικότητα/ φαινόμενο που στηρίζει το σύμβολο, τότε αυτόματα αποκαθηλώνεται και αυτό.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει από όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, είναι το κατά πόσον είναι αναγκαίο πάντοτε να υπάρχει μία σημαίνουσα αρχή η οποία να ρυθμίζει την ταυτότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων. Έχω την εντύπωση πως δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία χωρίς αυτή την αρχή. Η αρχή αυτή βασίζεται πάνω σε ένα έρεισμα το οποίο επικυρώνεται από τον νόμο. Βλέπουμε για παράδειγμα σήμερα, πως το έρεισμα είναι το άτομο, ενώ ο νόμος έρχεται να επιστεγάσει την επικρατούσα αξία του. Η αξία των ανθρωπίνων όντων σήμερα καθορίζεται από το γεγονός της ανθρωπινότητάς τους, κάτι το οποίο επικυρώνεται διά νόμου. Έτσι, ο άνθρωπος σήμερα έχει αξία ως τέτοιος, έχει αξιοπρέπεια και, η αξία αυτή ρυθμίζει και την σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή ως ίσο προς ίσους.
Χωρίς την σημαίνουσα αρχή, ο κόσμος του ανθρώπου θα κατέρρεε. Προς υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού, θα κλείσω το παρόν κείμενο με τον τελευταίο διάλογο μεταξύ πατέρα και γιου, από του ταινία του Μπέργκμαν «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη:
Γιος – Φοβάμαι μπαμπά. Όταν κρατουσα την Κάριν κάτω στο ερήπιο, η πραγματικότητα διαρρήχθει. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;
Πατέρας – Ναι, καταλαβαίνω.
Γιος – Η πραγματικότητα διαρρήχθει….κι εγώ βρέθηκα έξω από αυτην. Είναι όπως σε ένα όνειρο. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Οτιδήποτε.
Πατέρας – Το ξέρω.
Γιος – Δεν μπορώ να ζήσω σ’ αυτόν τον νέο κόσμο.
Πατέρας – Ναι, μπορείς. Μα πρέπει να έχεις κάτι απ΄το οποίο να κρατηθείς.
Γιος – Τι θα ήταν αυτό? Ένας θεός? Δώσε μου κάποια απόδειξη του Θεού. Δεν μπορείς.
Πατέρας – Ναι μπορώ. Μα πρέπει να ακούσεις προσεκτικά.
Γιος – Ναι, χρειάζομαι ν’ ακούσω.
Πατέρας – Μπορώ μόνο να σου δώσω μια υποψία της δικής μου ελπίδας. Είναι γνωστό ότι η αγάπη υπάρχει πραγματικά στον ανθρώπινο κόσμο.
Γιος – Ένας ειδικός τύπος αγάπης υποθέτω;
Πατέρας – Όλοι οι τύποι, Μίνους. Ο υψηλότερος και ο χαμηλότερος, ο πιο παράλογος και ο πιο μεγαλειώδης. Όλοι οι τύποι αγάπης.
Γιος – Η λαχτάρα για αγάπη;
Πατερας – Λαχτάρα και άρνηση. Εμπιστοσύνη και δυσπιστία.
Γιος – Η αγάπη είναι η απόδειξη;
Πατέρας – Δεν ξέρω αν η αγάπη είναι η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ή αν η αγάπη είναι ο Θεός ο ίδιος.
Γιος – Για σένα αγάπη και Θεός είναι το ίδιο.
Πατέρας – Αυτή η σκέψη με βοήθησε στην κενότητά μου και στην ποταπή μου απόγνωση.
Γιος – Πες μου περισσότερα, μπαμπά.
Πατέρας – Ξαφνικά η κενότητα μετατρέπεται σε αφθονία και, η απόγνωση σε ζωή. Είναι σαν αναστολή, Μίνους, από θανατική καταδίκη.
Γιος – Μπαμπά, αν είναι όπως λες, τότε η Κάριν περιβάλλεται από τον Θεό, εφ’ όσον την αγαπάμε.
Πατέρας – Ναι.
Γιος – Μπορεί αυτό να την βοηθήσει;
Πατέρας – Έτσι πιστεύω.
Γιος – Μπαμπά, θα σε πείραζε να πάω για τρέξιμο;
Πατέρας – Πήγαινε, θα ετοιμάσω δείπνο. Θα σε δω σε μία ώρα. (αποχωρεί)
Γιος – Ο πατέρας μού μίλησε.
Με αριστουργηματικό τρόπο, ο Μπέργκμαν μας δείχνει, πως όταν στην θέση του οντολογικού κενού – ίδιον της ανθρώπινης κατάστασης – τοποθετηθεί μία σημαίνουσα αρχή (η αγάπη στην προκειμένη) , τότε ο κόσμος αποκτά την κοινότοπη χωροχρονική διάταξή του και, ο άνθρωπος καθίσταται ξανά ικανός να επιστρέψει στις απλές καθημερινές του ασχολίες. Δεν είναι μόνο οι ταυτότητες (με την αξία τους) και οι σχέσεις που ρυθμίζονται μέσω της σημαίνουσας αρχής, αλλά και η ίδια η κατοίκηση του ανθρώπου εντός του κόσμου.
[i] «Ο φαλλός: εδώ φωτίζεται από τη λειτουργία του. Ο φαλλός στη φροϋδική θεωρία δεν αποτελεί φαντασίωση, αν θα έπρεπε να τον αντιληφθούμε ως εικονοφαντασιακή επίπτωση. Δεν αποτελεί επίσης αντικείμενο αυτό καθεαυτό (μερικό, εσωτερικό, καλό, κακό κ.ο.κ.) εφόσον ο όρος αυτός τείνει στο να αναγνωρίζει την πραγματικότητα που μας ενδιαφέρει μέσα από το πρίσμα μιας σχέσης. Αποτελεί ακόμα λιγότερο το όργανο, πέος ή κλειτορίδα, που συμβολίζει. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του Φρόυντ να αντλήσει την αναφορά του φαλλού από το ομοίωμα που εκπροσωπούσε αυτός για τους Αρχαίους. Γιατί ο φαλλός είναι ένα σημαίνον, ένα σημαίνον η λειτουργία του οποίου, στην ενδοϋποκειμενική οικονομία της ανάλυσης, πιθανώς να αφαιρεί το πέπλο της λειτουργίας που κατείχε στα μυστήρια. Γιατί πρόκειται για το σημαίνον το οποίο προορίζεται να καθορίσει, στο σύνολό τους, τα αποτελέσματα του σημαινόμενου, εφόσον το σημαίνον τα ρυθμίζει μέσω της παρουσίας του ως σημαίνον.» Ζακ Λακάν, «Η σημασία του Φαλλού», Éditions du Seuil, 1966, Paris.
[ii] [Σ.τ.Επ.]: O συγγραφέας κάνει χρήση ενός ρητορικού σχήµατος όπου συνδυάζει δύο όρους: «σεξουαλική συνουσία» (copulation sexuelle, στα γαλλικά) και «λογική-συντακτική σύνδεση» (copule, στα γαλλικά είναι το συνδετικό, αυτό που ενώνει στην πρόταση το υποκείµενο µε το κατηγορούµενο).
[iii] Το ίδιο.