Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό “Ψυχογραφήματα” http://psychografimata.com/
Ο Μάξ Κόν είναι επίκουρος καθηγητής ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού «Ντενί Ντιντερό», όπως επίσης και ενεργός ψυχαναλυτής πάνω από τρεις δεκαετίες. Έχει συσσωρεύσει σημαντική ψυχολογική εμπειρία μέσα από την δουλειά του με μητέρες και παιδιά στο λεγόμενο «Το σπίτι της μητέρας και του παιδιού» (οργανισμός με εντυπωσιακή παράδοση στον τομέα της προστασίας του παιδιού, ο οποίος βρίσκεται κάτω υπό την αιγίδα της «Γαλλικής Φιλανθρωπικής Κοινωνίας», από την εποχή του Louis του XVI) . Το «Σπίτι» παρέχει άσυλο σε μόνες έγκυους μητέρες και σε μητέρες με τα νεογνά τους μέχρι τους πρώτους 18 μήνες της ζωής τους. Η βασική αιτία για την ασυλία τους είναι «η κοινωνική μιζέρια, παρά οι ψυχολογικές δυσκολίες μεταξύ τους», όπως επισημαίνει ο συνομιλητής και συνεχίζει αστειευόμενος: «αλλιώς, ολόκληρη η χώρα θα έπρεπε να περιθάλπτεται σε παρόμοια κέντρα, διότι ποιός γονιός σήμερα δεν αντιμετωπίζει προβλήματα με τα παιδιά του!;».
Ρ.Ν. Στον οργανισμό όπου εργάζεστε έρχονται μητέρες, οι οποίες μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους, διότι οι πατέρες τους συνήθως «γίνονται καπνός» με την είδηση της εγκυμοσύνης. Για ποιό λόγο η ιδέα του παιδιού τρομάζει τόσο πολύ τους άντρες; Είναι «βάρος» η εγκυμοσύνη γι’ αυτούς;
Μ.Κ. Κοιτάξτε, είναι ξεκάθαρο, πως στην προκειμένη περίπτωση οι πατέρες αποδείχτηκαν αναξιόπιστοι. Για παράδειγμα, πολλοί εξ αυτών έψαχναν μονάχα κάποια σεξουαλική περιπέτεια, δεν είχαν πρόθεση να δεσμευτούν με τη συγκεκριμένη μητέρα, ούτε ήθελαν να γίνουν πατέρες. Παρ” όλα αυτά, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα, και δεν μπορούμε πάντοτε να καταλήγουμε σ’ αυτή την εξήγηση. Δεν είναι λίγες οι φορές που μητέρες δεν επιθυμούν τα παιδιά τους να έχουν κάποιο πατέρα, λόγω διαφορετικών και απολύτως προσωπικών για την κάθε μία απ’ αυτές αιτιών. Η γέννηση ενός παιδιού ουσιαστικά είναι ένα αμφίθυμο γεγονός για το ζεύγος, όπως για τη μητέρα, έτσι και για τον πατέρα. Διότι, οι ίδιοι εμείς σαν άνθρωποι είμαστε αμφιθυμικοί – και θέλουμε και δεν θέλουμε «κάτι» να υφίσταται. Αντιμετωπίζουμε δυσκολίες, όπως με τη ζωή, έτσι και με τον θάνατο. Θέλουμε τα πάντα, ενώ την ίδια στιγμή δεν θέλουμε τίποτα: και να ζούμε, χωρίς να πληρώνουμε το τίμημα, και να μην πεθαίνουμε, ή να πεθαίνουμε, χωρίς να υποφέρουμε πολύ, και να υπάρχει και κάποιος, ο οποίος να συνεχίσει μετά από εμάς, αλλά απ’ την άλλη να μην είναι και πολύ ανεξάρτητος (διότι όταν το παιδί αρχίζει να γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητο, για τον γονιό το γεγονός αυτό είναι κάτι το καλό, αλλά απ’ την άλλη όχι και τόσο…) . Τι σημαίνει όμως ένας άντρας και μία γυναίκα να έχουν παιδιά, να θέλουν παιδιά; Η επιθυμία αυτή είναι πάντοτε ξεκάθαρη κι από τις δύο πλευρές; Αυτό που συναντάμε μερικές φορές στη δουλειά μας, είναι μητέρες οι οποίες ισχυρίζονται πως δεν επιθυμούν τα παιδιά τους, ενώ στην πραγματικότητα τα θέλουν, και το αντίθετο. Άλλες φορές πάλι, ενώ ο πατέρας επιθυμεί να βλέπει το παιδί του, η μητέρα τον εμποδίζει και δεν του παραχωρεί την αναγκαία θέση. Όπως αντιλαμβάνεστε, υπάρχουν ποικίλες καταστάσεις.
Ρ.Ν. Παρ” όλα αυτά, η ιδέα που έχουμε για την μητρότητα είναι εξυψωμένη σε τέτοιο βαθμό, που την θεωρούμε σαν κάτι το θεϊκό, το ειδυλλιακό, το ποιητικό. Και μάλιστα, όχι μόνο δεν είναι αποδεκτή η πιθανότητα για την ύπαρξη δυσκολιών στη σχέση μητέρας -παιδιού, αλλά θα έλεγα πως το συγκεκριμένο θέμα, είναι ταμπού.
Μ.Κ. Κοιτάξτε, η αγάπη και το μίσος είναι δύο αλληλένδετα αισθήματα. Κι εμείς δεν μπορούμε να μιλάμε για τον έρωτα, χωρίς να μιλάμε για το μίσος: αγάπη και μίσος μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, της μητέρας και του παιδιού, του πατέρα και του παιδιού, των γονιών και των παιδιών κτλ. Πράγματι, η κοινωνική αντίληψη που έχουμε για τη μητρική αγάπη μπορεί να είναι εξιδανικευμένη, από ψυχολογικής απόψεως όμως συνυπάρχει με το μίσος…
Η ερώτησή σας όμως προϋποθέτει την ύπαρξη «μητέρας», η εμπειρία όμως πολλές φορές μας δείχνει πως τέτοια δεν υπάρχει: συναντούμε γυναίκες, οι οποίες έχουν αποκτήσει παιδί, αλλά οι οποίες καταλήγουν οι ίδιες να είναι παιδιά του ίδιου τους του εαυτού, δηλαδή οι ίδιες αποδεικνύονται βρέφη ή μικρά κοριτσάκια. Επίσης, η εμπειρία μας μάς δείχνει, πως όταν οι μητέρες βρίσκονται σε τέτοια θέση, τα παιδιά τους «δεν ξέρουν» πως να χειριστούν μία τέτοια ανώριμη μητέρα.
Ρ.Ν: Δεν νομίζετε πως σ’ αυτό το σημείο θα ήταν σωστό να παραφράσουμε την σκέψη της Σιμόν ντε Μποβουάρ, πως δεν γεννιόμαστε γυναίκες, αλλά γινόμαστε, λέγοντας πως – δεν γεννιόμαστε μητέρες, αλλά με τον χρόνο γινόμαστε;
Μ.Κ: Η μητρότητα βρίσκεται στην τάξη του διαδραστικού – της τάξης του διαλογικού, της αλληλεπίδρασης. Όχι μόνο η γυναίκα θα μετατραπεί σε μητέρα, αλλά το ίδιο της το παιδί (ή παιδιά) θα της επιτρέψουν η ίδια να γίνει μητέρα. Θα της «υποδείξουν» – να, πρέπει να κάνεις αυτό και εκείνο για μένα, να μ’αυτό τον τρόπο πρέπει να με ταϊσεις, να με βάλεις να κοιμηθώ, να μου μιλάς… Και η μητέρα από την πλευρά της, ή θα καταλάβει τι της προτείνει το παιδί της, ή όχι, διότι κάτι την παρεμποδίζει. Με λίγα λόγια, η μητρότητα δεν είναι μία μονόπλευρη διαδικασία, αλλά είναι πάντοτε σε σχέση με το παιδί, και γι’ αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε, πως ακριβώς το παιδί «παράγει» την μητέρα (όπως και τους γονείς του, επίσης) . Εκτός αυτού, όχι μόνο η ίδια η μητέρα, αλλά ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι στην ίδια μητρική θέση έναντι του παιδιού, φτάνει να έχει την διάθεση να αναλάβει τα θέλω του: ο πατέρας, η νοσοκόμα, η παραμάνα, η οποία φροντίζει όλη μέρα το παιδί, όχι επειδή είναι γεμάτη με μητρική αγάπη, αλλά επειδή υποτάσσεται στην απόφαση και επιθυμία του παιδιού να «παράξει» την δική του μητέρα. Δηλαδή, είναι πολύ σημαντικό, το άτομο που θα αναλάβει την θέση της μητέρας (όπως και του γονιού, γενικότερα) , να είναι ευαίσθητο και δεχτικό στην ανάγκη του παιδιού από μία τέτοια φιγούρα στην ζωή του.
__________________________________