Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό “Ψυχογραφήματα” http://psychografimata.com/
Συνέντευξη στη Ροζαλίνα Ντότσεβα
Μετάφραση: Μιχάλης Σιάτης, Κλινικός και Συμβουλευτικός Ψυχολόγος, MSc
Ρ.Ντ: Οι ψυχαναλυτές δίνουν τεράστια σημασία στην οικογενειακή ιστορία σε σχέση με την ψυχική οργάνωση του παιδιού. Τελευταίως, οι ίδιοι άρχισαν να μιλάνε και για τον ρόλο που παίζουν τα μυστικά, τα λεγόμενα «αν-είπωτα».
Π.Ντ: Πράγματι, η οικογενειακή ιστορία είναι καθοριστική για την ψυχική οργάνωση του παιδιού. Με τον όρο «αν-είπωτο» εννοούμε τα θέματα -ταμπού, τα οικογενειακά μυστικά σχετικά με την γενεαλογία, όπως καταγωγή, αιμομιξία, έγκλημα κτλ. Γενικώς, όλα εκείνα, τα οποία οι γονείς, όπως επίσης οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, συνήθως αποκρύπτουν από τα παιδιά, με σκοπό «να τα προστατεύσουν». Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Αντιθέτως, τα απόκρυφα οικογενειακά μυστικά είναι εκείνα που μπορούν να αποβούν τραυματικά για τα παιδιά. Τα παιδιά δεν απατώνται όταν βρεθούν αντιμέτωπα με κάτι το αν-είπωτο, αν δεν λάβουν κάποια απάντηση στην πρώτη τους ερώτηση, και ως συνήθως ούτε και στην τελευταία τους. Η απαγόρευση να σκέφτεται πάνω στις εν λόγω συγκυρίες δεν προστατεύει το παιδί, αλλά το διαταράσει και μάλιστα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η πραγματικότητα, όσο δραματική και πικρή κι αν είναι αυτή. Στη Γαλλίδα ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό άρεσε να λέει: «Να θέλουμε από το παιδί να δομηθεί πάνω στη βάση κάποιου «αν-είπωτου», σημαίνει να θέλουμε από το ίδιο να αποποιηθεί ένα μέρος του εαυτού του». Ο κάθε ψυχαναλυτικός θεραπευτής διαπιστώνει μέσα από την εμπειρία του πόσο ευαίσθητα είναι τα παιδιά στη συγκάλυψη μέσα στην οικογενειακή ιστορία και σε ποιο βαθμό τα παιδικά συμπτώματα μπορούν να μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου μυστικού. Κι ακόμη παραπέρα – το «αν-είπωτο» δεν είναι τραυματικό μόνο για εκείνον που το υπομένει, αλλά είναι πολύ πιο τραυματικό και για τις επόμενες γενεές, αφού οι τελευταίες δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα και στοιχεία για να το ανασκευάσουν και κατανοήσουν.
Ρ.Ντ: Σε μια εποχή, όπου ο ακραίος φιλελευθερισμός στον τρόπο διαπαιδαγώγησης επικρατεί, εσείς στα βιβλία σας ισχυρίζεστε, πως το κύρος και η απαγόρευση είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη του παιδιού. Γιατί;
Π.Ντ: Ζούμε σε μια εποχή, που όπως όλες οι άλλες, προσπαθεί να διορθώσει τις αυταπάτες της προηγούμενης. Και η κάθε καινούργια εποχή αναναιώνει τη διόρθωση των λαθών διαπαιδαγώγησης, από τα οποία υπέφερε. Δυστυχώς, παρόμοιες διορθώσεις (ή προσπάθειες για τέτοιες διορθώσεις) μερικές φορές παράγουν ένα γελοιογραφικό ταλάντευμα στην αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι για παράδειγμα ο αυταρχισμός γεννά τον λαξισμό/ χαλαρωτισμό[i]. Ο αυταρχισμός, δηλαδή, η εξουσία η οποία δεν αμφισβητείται, πυροδοτεί στους γονείς, οι οποίοι τον υπόμεναν, λαξισμό χωρίς απαγορεύσεις, του οποίου τα αποτελέσματα είναι ακόμη πιο καταστρεπτικά για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Αναμφιβόλως, και ο ένας και ο άλλος τρόπος είναι λανθασμένοι. Ο αυταρχισμός αντικαθιστά τον λόγο με το «σκληρό χέρι», το οποίο όπως υποδεικνύει και η πιο πάνω φράση, εκπαιδεύει το παιδί σαν ζώο. Ο λαξισμός, από την άλλη, θεωρεί πως δεν πρέπει να αντιτάσσεται τίποτα στο παιδί και ουσιαστικά το εγκαταλείπει υπόλογο των ιδιοτροπιών και καπριτσιών του. Ωστόσο, το παιδί οργανώνεται, από τη μία, χάρη σ’ εκείνα που του δίνονται, κι από την άλλη, χάρη σ΄εκείνα που του απαγορεύονται. Η διαπαιδαγώγηση χωρίς απαγορεύσεις αρνείται την διαφόρα μεταξύ των γενεών. Στην πραγματικότητα η απαγόρευση για το παιδί δεν έχει την ίδια σημασία που έχει και για τον ενήλικα. Για τους ενήλικες η έλλειψη απαγορεύσεων έχει την έννοια της ελευθερίας. Ενώ για τα παιδιά, αυτή η έλλειψη τα ωθεί προς την έκθεση τους σε διάφορους κινδύνους. Επίσης, το παιδί έχει ανάγκη από «πλαισίωση», από κάποια όρια, διότι η απουσία τους γεννά ανησυχία μέσα του. Έχει ανάγκη από γονείς, οι οποίοι να το καθοδηγούν και ως μία συγκεκριμένη ηλικία να παίρνουν αποφάσεις, αντί του ιδίου. Έτσι, λοιπόν, η απαγόρευση με την πιο πλατιά έννοια του όρου είναι σημαντική σε τρεις τομείς: στη διαπαιδαγώγηση(δεν υπάρχει διαπαιδαγώγηση χωρίς απαγόρευση) , στην κοινωνική ζωή (δηλαδή έξω από τον οικογενειακό περίγυρο) και στην ψυχική υγεία. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως κάθε λογής ελαφρά ή πιο σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, αρχίζοντας από την κοινότυπη κινητική αστάθεια και φτάνοντας μέχρι τις βαρετές διαταραχές της προσωπικότητας, προέρχονται από την απουσία απαγορεύσεων. Οι τελευταίες όμως δεν πρέπει να συγχέονται με την τιμωρία. Θα ήθελα να γίνω ορθά κατανοητός – δεν υπερασπίζομαι την επιστροφή στον αυστηρό, «αγγλικό τύπο» διαπαιδαγώγησης. Εκείνο που θέλω να πω, είναι πως το κύρος των γονιών πρέπει να είναι απόλυτα αρκετό, για να μπορεί να ωθήσει το παιδί να σεβαστεί τις επιβαλλόμενες από εκείνους απαγορεύσεις. Και όσο πιο σταθερό είναι το κύρος τους, τόσο πιο λίγο θα χρειάζονται να επιβάλλουν απαγορεύσεις. Εκτός αυτού, το παιδί έχει ανάγκη να υπακούει τους γονείς του, και όχι τους παππούδες του και της γιαγιάδες του.
Ρ.Ντ: Πώς η θέση που παίρνουν η μητέρα και ο πατέρας στην παιδκή ηλικία, αλλάζει στην εφηβεία;
Π.Ντ: Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να μιλήσω πάλι για το κύρος, τον αντιπρόσωπό του και τον τρόπο που μεταβάλλεται στην εφηβεία. Ο νεοεγελιανός φιλόσοφος Alexander Kojev, διαχωρίζει 4 τύπους κύρους, τους οποίους εγώ επεξεργάστηκα και εφάρμοσα πάνω στις οικογένειες. Ο πρώτος τύπος, παρμένος από την διδασκαλία του Πλάτωνα, βασίζεται πάνω στην ιδέα του δικαίου. Αυτός ο τύπος αντιπροσωπέυεται και από τους δύο γονείς, η φόρμουλά του είναι «Ισότητα». Ο δεύτερος τύπος, του οποίου η βάση είναι η θεοκρατία, προέρχεται από την ιδέα του «πατέρα ως αντιπροσώπου του θεού» και η φόρμουλά του είναι «Έτσι είναι, και όχι αλλιώς». Αυτός ο τύπος επιβάλει την εξουσία χωρίς εξηγήσεις. Ο τρίτος τύπος βασίζεται πάνω στις ιδέες του Αριστοτέλη και κατευθύνεται από τον μεγαλύτερο προς τον μικρότερο, από το δάσκαλο στον μαθητή. Σε γενικές γραμμές αντιπροσωπεύει το κύρος του μεγαλύτερου, ο οποίος ξέρει περισσότερα για το μέλλον απ’ ότι ο μικρότερος, και τον διδάσκει τι θα πει ζωή. Η φόρμουλά του είναι: «Ακολούθα το παράδειγμά μου!». Στην οικογένεια αυτός ο τύπος μπορεί να αντιπροσωπευθεί όπως από την μητέρα, έτσι και από τον πατέρα. Ο τέταρτος τύπος, ο οποίος βασίζεται πάνω στη διδασκαλία του Χέγκελ, είναι «ο νόμος του δυνατότερου». Ο δυνατότερος σ’ αυτή την περίπτωση είναι η μητέρα, διότι εκείνη έχει άμεση επαφή και εξουσία πάνω στο παιδί, κάτι το οποίο στην περίπτωση του πατέρα γίνεται μέσω του λόγου. Ο πατέρας είναι εκείνος, ο οποίος λέει τι πρέπει να γίνει, αλλά δεν ελέγχει αν τον έχουν υπακούσει. Η μητέρα από την άλλη λέει κάτι και αμέσως ελέγχει αν έχει γίνει. Στην πρώτη περίπτωση το παιδί υπακούει, μόνο αν το θελήσει, ενώ στην δεύτερη – υπακούει διότι είναι αναγκασμένο. Η φόρμουλα είναι: «Κάνε ό,τι σου λέω!». Εάν κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας υπάρχουν και οι τέσσερεις τύποι μέσα στην οικογένεια, τότε στην εφηβεία σταδιακά θα υποχωρήσουν (ή τουλάχιστον θα αμφισβητηθούν από τον έφηβο) δύο εξ αυτών – εκείνοι οι οποίοι αντιπροσωπεύονται μόνο από τον ένα γονιό: ο θεοκρατικός πατέρας (τύπος 2) και η «παντοδύναμη» μητέρα (τύπος 4). Την ίδια στιγμή, ο έφηβος επίμονα θα επιδιώκει τον πρώτο και τρίτο τύπο κύρους, οι οποίοι ασκούνται και από τους δύο γονείς και οι οποίοι βασίζονται στην «δικαιοσύνη» και το «μέλλον». Αυτός ο καινούργιος τύπος κύρους πρόκειται να «αντιπαρατεθεί» και «προσαρμοστεί» κατα την περίοδο της εφηβείας, σε εξάρτηση πάντοτε με την κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
Περίληψη
– Η απαγόρευση και το κύρος «πλαισιώνουν» το παιδί, το προστατεύουν από διάφορους κινδύνους και ψυχολογικά προβλήματα.
– Η εφηβεία αμφισβητεί την αυταρχικότητα και τον «θεοκρατικό πατέρα» και «θεοκρατική μητέρα» και επιβάλει νέο τύπο γονικού κύρους.
– Τα θέματα-ταμπού τραυματίζουν το παιδί.
Ο Πατρίκ Ντελαρός είναι γάλλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, με περισσότερο από 30 χρόνια εμπειρία στην θεραπεία νεαρών με προβλήματα. Έχει συγγράψει 13 βιβλία για γονείς και ειδικούς.
[i] Ακραία ανέχεια, σημείωση του μτφρ.